- ἀμφισβητουμένης
- ἀμφισβητέωgo asunderpres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφισβητήσιμος — η, ο (Α ἀμφισβητήσιμος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση αρχ. 1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία 2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… … Dictionary of Greek
Λορεντζέτι — (Lorenzetti). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών ζωγράφων. 1. Αμπρότζιο (Ambrogio, Σιένα, περ. 1290 – 1348;). Εργάστηκε στη Φλωρεντία και στη Σιένα από το 1319 έως το τέλος της ζωής του, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του αδελφού του Πιέτρο… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Τάκιτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πόπλιος Κορνήλιος (1ος – 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός. Δεν είναι γνωστά ούτε το πατρικό του όνομα, ούτε η πατρίδα του ούτε η χρονολογία γέννησης και θανάτου του. Μερικοί, σε ένα αμφισβητούμενο απόσπασμα των… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek